- ἀμείνονα
- ἀμείνωνbetterneut nom/voc/acc comp plἀμείνωνbettermasc/fem acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀμείνονα — ἀμείνονα , ἀμείνων better neut nom/voc/acc comp pl ἀμείνονα , ἀμείνων better masc/fem acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείνον' — ἀμείνονα , ἀμείνων better neut nom/voc/acc comp pl ἀμείνονα , ἀμείνων better masc/fem acc comp sg ἀμείνονι , ἀμείνων better dat comp sg ἀμείνονε , ἀμείνων better nom/voc/acc comp dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αηδώ — ἀηδὼ ( οῦς), η (Α) αηδών, αηδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος μορφολογικό σχηματισμός τού ερρινόληκτου τύπου ἀηδών, όνος, που ξεκίνησε πιθανώς από τον τύπο τής αιτ. ενικ.: τὴν ἀηδόνα τὴν ἀηδὼ (πρβλ. τὸν ἀμείνονα τὸν ἀμείνω), απ’ όπου σχηματίστηκε νέος… … Dictionary of Greek
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek